εκγλύφανο(ν)

εκγλύφανο(ν)
το фреза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκγλύφανο(ν)" в других словарях:

  • εκγλύφανο — Περιστροφικό κοπτικό εργαλείο. Βλ. λ. φρέζα. * * * το περιστρεφόμενο οδοντωτό κοπτικό εργαλείο από χάλυβα που χρησιμοποιείται στην κατεργασία μετάλλων ή ξύλων …   Dictionary of Greek

  • εκγλυπτικός — ή, ό χρήσιμος ή κατάλληλος για εκγλυφή («εκγλυπτική μηχανή» εκγλύφανο, φρέζα) …   Dictionary of Greek

  • εκγλυφαίνω — κατεργάζομαι μέταλλο ή ξύλο με εκγλύφανο, φρεζάρω …   Dictionary of Greek

  • εκγλύφανση — η το να εκγλυφανθεί κάτι, να υποστεί κατεργασία με εκγλύφανο …   Dictionary of Greek

  • φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»